πτεροϋλογλουταμικός

πτεροϋλογλουταμικός
-ή, -ό, Ν
φρ.
«πτεροϋλογλουταμικό οξύ»
(βιοχ.) συνώνυμο τής βιταμίνης Β9.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ pteroylglutamic (acid) < pteroyl (< πτερό + -yl) + glutamic (< λατ. gluten, -inis «κόλλα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”